μοναδιαῖος

μοναδιαῖος
μον-ᾰδιαῖος, α, ον,
A of unit magnitude,

διαστήματα Hero Metr. 2

Praef.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μοναδιαίος — α, ο (Α μοναδιαῑος, αία, ον) αυτός που έχει μέγεθος μονάδας νεοελλ. φρ. «μοναδιαίο διάνυσμα» μαθημ. διάνυσμα τού οποίου το μέτρο είναι ίσο με την μονάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονάς, άδος + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. μνα ιαίος)] …   Dictionary of Greek

  • μοναδιαίος πίνακας — Ο δυαδικός πίνακας (μήτρα) ο οποίος είναι τετραγωνικός, διαγώνιος και όλα τα στοιχεία της διαγωνίου του είναι ίσα με την μονάδα και συμβολίζεται με 1, Ι ή Ε. Αν ο πίνακας αυτός είναι διαστάσεων n x n (ο n φυσικός) τα στοιχεία του ij δίνονται από… …   Dictionary of Greek

  • μοναδιαίου — μοναδιαῖος of unit magnitude masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γκίλμπερτ — (gilbert). Στη φυσική, είναι η μονάδα της μαγνητεγερτικής δύναμης ή του μαγνητικού δυναμικού στο απόλυτο ηλεκτρομαγνητικό σύστημα μονάδων (CGS). Ονομάστηκε έτσι από τον Βρετανό φυσικό Γουίλιαμ Γκίλμπερτ (βλ. λ.) και συμβολίζεται με τα γράμματα gb …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”